εύκηλος

εύκηλος
(I)
εὔκηλος, -ον, θηλ. και εὐκήλη, δωρ. τ. εὔκαλος, -ον (Α)
1. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, ατάραχος, ήσυχος («εὔκηλοι πολέμιζον», Ομ. Ιλ.)
2. (για πράγματα) ήσυχος, ήρεμος («αὔραις εὐκήλοισιν», Οππ.).
επίρρ...
εὐκήλως (Α)
ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού έκηλος, που σχηματίστηκε πιθ. με παρετυμολογική επίδραση συνθέτων με α' σύνθ. ευ-. Ο τ. έκηλος πιθ. < *Fέκᾶλος < θ. Fέκᾰ (πρβλ. εκά-εργος κ.ά.) + επίθημα -ᾶλος, -ηλος].
————————
(II)
εὔκηλος, -ον (Α)
1. αυτός που καίγεται εύκολα
2. αυτός που θραύεται, που σχίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κηλος. Ο τ. είναι μτγν. Συνδέεται με το αρχ. ελλ. επίθ. κηλέος «φλεγόμενος, καίων» και μαρτυρείται ακόμη στο σύνθ. επίθ. περί-κηλος «κατάξερος» καθώς και στη γλώσσα τού Ησύχ. «κηλόν- ξηρόν»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὔκηλος — free from care masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκήλως — εὔκηλος free from care adverbial εὔκηλος free from care masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκηλον — εὔκηλος free from care masc/fem acc sg εὔκηλος free from care neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκήλοιο — εὔκηλος free from care masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκήλοισι — εὔκηλος free from care masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκήλοισιν — εὔκηλος free from care masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκήλου — εὔκηλος free from care masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκήλους — εὔκηλος free from care masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκήλῳ — εὔκηλος free from care masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκηλα — εὔκηλος free from care neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”